- φλαστός
- φλασ-τός, ή, όν, [dialect] Ion. for θλαστός, v.l. Arist.HA523b7, 11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλαστός — ή, όν, Α [φλῶ] (αιολ. τ.) θλαστός … Dictionary of Greek